- συντεκταίνομαι
- Α1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾱν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.)2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.